βαλλομένων

βαλλομένων
βάλλω
throw
pres part mp fem gen pl
βάλλω
throw
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”